Ἄθρυς

Ἄθρυς
Ἄθρῡς , Ἄθρυς
fem acc pl
Ἄθρυς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Άθρυς — Ποταμός της βόρειας Θράκης. Τον αναφέρουν ο Ηρόδοτος και ο Πλίνιος. Ο πρώτος λέει πως πηγάζει από τον Αίμο και, διασχίζοντας τη χώρα των Κροβύζων Θρακών, εκβάλλει στον Δούναβη (Ίστρος). Ο Πλίνιος τον περιγράφει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”